- ἑωλονεκρός
- ἑωλο-νεκρός, ὁ (cf. sq. 1). ὁ πρὸ πολλοῦ τεθνηκώς, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑωλονεκρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)